-
1 ἐκ-βιβάζω
ἐκ-βιβάζω, herausgehen, aussteigen lassen, bes. aus dem Schiffe, ans Land setzen; Plat. Gorg. 511 e; Thuc. τοὺς ναύτας 7, 39; ἐκ τῶν νεῶν 6, 64; Xen. Hell. 2, 1, 24 u. öfter; ἐκβίβασον ἐκ τοῠ βουτόμου τοὐρνίϑιον Ar. Av. 662, aufjagen aus; – τὸν ποταμὸν ἐκ τοῠ αὐλῶνος χώματι, durch einen Damm ablenken, ableiten, Her. 7, 130; τῶν ὁδῶν ἵππους, ablenken vom Wege, Xen. mag. equ. 1, 18; übertr., τῶν λόγων δικαίων τινά Thuc. 5, 98; – τινὰ εἰς τὸν πόλεμον Pol. 27, 6, 8.
-
2 ἐκβιβάζω
ἐκ-βιβάζω, herausgehen, aussteigen lassen, bes. aus dem Schiffe: ans Land setzen; ἐκβίβασον ἐκ τοῠ βουτόμου τοὐρνίϑιον, aufjagen aus; τὸν ποταμὸν ἐκ τοῠ αὐλῶνος χώματι, durch einen Damm ablenken, ableiten; τῶν ὁδῶν ἵππους, ablenken vom Wege
См. также в других словарях:
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek